εκλέγομαι

εκλέγομαι
εκλέγομαι, εκλέχτηκα και εκλέχθηκα, εκλεγμένος βλ. πίν. 140

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐκλέγομαι — ἐκλέγω pick pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτοβγαίνω — Ν (αμτβ.) 1. εξέρχομαι, βγαίνω κάπου για πρώτη φορά («πότε πρωτοβγήκε από το σπίτι ο μικρός;») 2. (για καρπούς, προϊόντα) παράγομαι ή εκτίθεμαι για πώληση για πρώτη φορά 3. (για λόγο) κοινολογούμαι, διαδίδομαι ως φήμη για πρώτη φορά 4. (για… …   Dictionary of Greek

  • αιρώ — Μυθολογικό πρόσωπο. Κόρη του Οινωπίωνα, βασιλιά της Χίου και πρώτου οικιστή του νησιού, σύζυγος του Ωρίωνα και μητέρα του Χίου, που έδωσε το όνομά του στο νησί Οφιούσα. * * * αἱρῶ ( έω) (AM) Ι. ενεργ. 1. παίρνω, αρπάζω 2. απομακρύνω, αφαιρώ 3.… …   Dictionary of Greek

  • ενίστημι — (AM ἐνίστημι) [ίστημι] 1. (μτχ. παρακμ.) ενεστώς, ώσα. ώς ο παρών, ο τρέχων, ο διανυόμενος 2. (μτχ. παρακμ. ως ουσ.) γραμμ. ενεστώς* νεοελλ. μέσ. 1. ενίσταμαι υποβάλλω ένσταση, εναντιώνομαι, αντιτίθεμαι, αντιτάσσομαι 2. (δικαν. όρος) «ενίσταμαι… …   Dictionary of Greek

  • εφαιρώ — ἐφαιρῶ, έω (Α) 1. εκτείνομαι, ξαπλώνω πάνω σε κάτι («ἐπὶ χλόος εἷλε παρειάς», Απόλλ. Ροδ.) 2. μέσ. ἐφαιροῡμαι, έομαι εκλέγω κάποιον για να διαδεχθεί κάποιον άλλο 3. παθ. εκλέγομαι ή διορίζομαι διάδοχος κάποιου άλλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αἱρῶ] …   Dictionary of Greek

  • λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… …   Dictionary of Greek

  • παλιναίρετος — παλιναίρετος, ον (Α) 1. (για δημόσιο άρχοντα) αυτός που καθαιρέθηκε και εκλέχθηκε πάλι 2. (για οικοδόμημα) αυτός που γκρεμίστηκε και οικοδομήθηκε εκ νέου 3. (κατά το λεξ. Τίμ.) «παλιναίρετα... γεγονότα καὶ διεφθαρμένα φευκτά, ἔκβλητα, τὸ ἐναντίον …   Dictionary of Greek

  • πανεκλελεγμένος — η, ον, Μ πολύ εκλεκτός. επίρρ... πανεκλελεγμένως Μ με πολύ εκλεκτό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐκλελεγμένος, μτχ. παρακμ. τού ἐκλέγομαι] …   Dictionary of Greek

  • πραιποσιτεύω — Α [πραιπόσιτος] 1. ασκώ την αρχή τού πραιπόσιτου 2. μέσ. πραιποσιτεύομαι εκλέγομαι ή διορίζομαι πραιπόσιτος …   Dictionary of Greek

  • προαναιρώ — έω, Α 1. αφαιρώ κάτι εκ τών προτέρων, αφανίζω από πριν 2. φονεύω προηγουμένως («προαναιρεῑν ἀδελφὸν φαρμάκοις», Ιώσ.) 3. αναιρώ, ανασκευάζω εκ τών προτέρων 4. μέσ. προαναιροῡμαι, έομαι συλλαμβάνω κάτι πρώτος 5. παθ. εκλέγομαι προηγουμένως.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”